άψαλτος, -η, -ο, επίθ. [<μσν. ἄψαλτος <α-  στερητ. + ψάλλω + κατάλ. -τος], άψαλτος· που δεν έχει υποστεί ακόμα επίπληξη: «είχε τέτοια νεύρα, που δεν άφησε κανέναν άψαλτο»·
- πήγε άψαλτος, σκοτώθηκε αναπάντεχα απρόσμενα, άδοξα: «βρε, το καημένο το παιδί, πήγε άψαλτο».